- οστέινοι
- ὀστέινοιὀστέϊνοι , ὀστέινοςmade of bone: masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὀστέινοι — ὀστέϊνοι , ὀστέινος made of bone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφίδες — (cervidae). Οικογένεια μηρυκαστικών θηλαστικών που αριθμεί τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Τα περισσότερα αρσενικά της πρώτης έχουν στο μέτωπο οστεώδη, συμπαγή κέρατα, που ανανεώνονται κάθε χρόνο.… … Dictionary of Greek
ημικυκλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημικύκλιο 2. αυτός που έχει σχήμα μισού κύκλου («ημικυκλική αψίδα») 3. ανατ. φρ. «ημικυκλικοί σωλήνες» τρεις ημικυκλικοί οστέινοι σωλήνες στο εσωτερικό κάθε λιθοειδούς οστού. επίρρ... ημικυκλικώς και ά με … Dictionary of Greek